Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

Να μου θυμίσω να ξεχάσω αυτά που θα συμβούν το βράδυ.

Κάθισα στο κρεβάτι και για άλλη μια φορά άρχισα να φωνάζω  με επιβλητικό τόνο και πάντα από μέσα μου ότι δεν είναι ακόμα ένα άθλιο πρωινό, καμιά φορά, έτσι για να σπάσω τη μονοτονία, μου έλεγα χαϊδεύοντας μου το μάγουλο ότι αυτό είναι ένα όμορφο, διαφορετικό, πρωινό.

Αφού σπατάλησα γόνιμα το πρώτο δεκάλεπτο της μέρας, προσπάθησα να μη θυμηθώ τίποτα από το βράδυ που πέρασε, πάντα νοιώθω σοφότερος όταν παίρνω τέτοιες αποφάσεις, άσε που όταν τα καταφέρνω αισθάνομαι ταυτόχρονα σαν μέγα διδάσκαλος εσωτερισμού και  αυτοελέγχου από το μακρινό Θιβέτ.

Αποπροσανατολισμένος από την βαθιά περισυλλογή βρέθηκα στον καναπέ παρέα με ένα, αποκεκαλυμμένο από κάποια ανώτερη δύναμη, φραπέ να μου κοκορεύεται ότι μπορεί να μου φτιάξει τη μέρα.

Τώρα που το αστείο μέρος τελείωσε και η τρικυμία του πρωινού κόπασε, αναπολώ.

Θυμάμαι καθαρά να περιμένω στο παράθυρο να δω τη μαμά μου να γυρίζει από τα ψώνια, καλοκαίρι ήταν και σίγουρα ήταν Κυριακή. Να πρόλαβε άραγε μπουγάτσα; ποτέ δεν βγάζει αρκετές ο φούρνος. Όμορφο άγχος. Και ακόμα ποιο όμορφο να μην ξέρω το όνομά σου.

Σήμερα δεν προλαβαίνω. Πρέπει να βιαστώ. Έχω ρέπω και το τικ τακ του χρονομέτρου τείνει στο μηδέν. Θέλω να με δουν όλοι. Είμαι υπέροχος πίσω απ’ το θολό μου βλέμμα. Το μονό που μου χιάζετε είναι ένα μαγιό ούτε μπλουζάκι ούτε παντόφλες. Τούτη η γη μου ανήκει. Μισό τσιγάρο για το σβήσω στη γωνία. Για τα υπόλοιπα έχουν φροντίσει τα παιδιά στο beach bar.



Υ.Γ.: Να μου θυμίσω να ξεχάσω αυτά που θα συμβούν το βράδυ.


ΖΑΙΝ 

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

ΤΟ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ

          Ο Κέβιν ζούσε με την γυναίκα του,σε ένα όμορφο μικρό σπίτι, το οποίο οι ίδιοι είχαν φτιάξει κοντά σε ένα πολύ όμορφο δάσος με πελώρια δέντρα,μακριά από άλλα σπίτια,καθώς ήταν  και οι δύο αρκετά μοναχικοί άνθρωποι και επεδίωκαν πάντα να ζούν  ήσυχα και απομονομένα. Παιδιά δεν είχαν και οι σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους δεν ήταν οι καλύτερες,καθώς οι ίδιοι δεν επεδίωκαν να είναι.Δεν ήταν μισάνθρωποι αλλά ένιωθαν ότι αφού είναι μαζί δεν χρειάζονταν κανέναν άλλον για να είναι ευτυχισμένοι. Γνωρίζονταν από παιδιά,όπου και τότε ήταν αχώριστοι και μεγαλώνοντας συνειδητοποίησαν ότι μόνο μαζί θα μπορούσαν να περάσουν την ζωή τους.
          Η γυναίκα του,η Ελένα,από μικρή ονειρεύονταν να ζεί κοντά σε αυτό το δάσος,για το οποίο είχαν ακουστεί πολλοί μύθοι. Λέγονταν ότι το δάσος αυτό ήταν μαγικό ,ότι πολλά χρόνια πρίν ζούσαν ξωτικά και ότι κρύβει το μυστικό της ζωής. Η  Ελένα πίστευε την μαγεία του δάσους και έλεγε συνέχεια στον Κέβιν ότι είναι “το δάσος της ζώης τους”. Για πολλά χρόνια ζούσαν ευτυχισμένοι στο όμορφο σπίτι τους,μέχρι που έγινε κάτι που τους άλλαξε την ζώη. Η Ελένα αρρώστησε βαριά και η ασθένεια της ήταν δύσκολο να θεραπευτει. Η καταστασή της έκανε τον Κέβιν να στεναχωρηθεί αφάνταστα,όμως μπροστά της δεν έδειχνε τον πόνο που ένιωθε  μέσα του,αντιθέτως της έδινε κουράγιο και θάρρος λέγοντας της πως όλα θα πάνε καλά. Όμως η ασθένεια της ήταν μακροχρόνια και η Ελένα γίνονταν όλο και πιο αδύναμη και αυτό φαίνονταν και από την μορφή της,η οποία είχε αλλάξει ριζικά και δεν έμοιαζε καθόλου με την παλιά Ελένα,που ήταν ένας άνθρωπος όλο ζωντάνια και ελπίδα. Ο Κέβιν,βλέποντας την έτσι αδύναμη και μην μπορώντας να κάνει κάτι έτσι ώστε να την βοηθήσει,κατέφευγε σε αγροτικές δουλειές έτσι ώστε να απασχολεί το μυαλό του και να παίρνει δύναμη για να βοηθήσει την γυναίκα του,που τόσο πολύ αγαπούσε.
           Κάποια μέρα λοιπόν που πήγε στο δάσος για να κόψει ξύλα,τον περίμενε μια απρόσμενη παρουσία. Ο Κέβιν συνάντησε στο δάσος ένα μικρό παιδί,το οποίο δεν είχε ξαναδεί ποτέ στην ζωή του και αμέσως του γεννήθηκαν αμέτρητες απορίες σχετικά με την παρουσία του παιδιού στο απόμακρο αυτό μέρος του δάσους. Ο Κέβιν δεν μίλησε στο παιδί και συνέχισε να κόβει ξύλα,όμως το παιδί τον πλησίασε και του είπε:
    
    -Γιατί κόβετε τα δέντρα και καταστρέφετε το δάσος;
Ο Κέβιν τον κοίταξε ξαφνιασμένος και του απάντησε με αγένεια:
    -Γι'αυτό είναι τα δέντρα.
Το παιδί όταν άκουσε την απάντηση αυτή του είπε κοιτάζοντας τον στα μάτια:
    -Μα “το δάσος είναι η ζωή μας”.
Ο Κέβιν ακούγοντας τα λόγια αυτά,του ήρθε στο μυαλό η Ελένα,καθώς η ίδια του έλεγε πάντα ακριβώς τα ίδια λόγια και περίεργος καθώς ήταν,για την παρουσία του παιδιού στο μέρος αυτό,τον ρώτησε:
    -Μόνος σου ήρθες εδώ;Οι γονείς σου πού είναι;Ξέρουν ότι είσαι εδώ;
          
          Το παιδί ακούγοντας τις ερωτήσεις αυτές τον κοίταζε σοβαρό  χωρίς να απαντήσει, και μόλις ο Κέβιν έσκυψε να πάρει στα χέρια του ένα ξύλο,το παιδί είχε εξαφανιστεί. Η αστραπιαία αυτή εξαφάνιση του παιδιού έκανε τον Κέβιν να σαστίσει για λίγο,και άρχισε να σκέφτεται και να αναρωτιέται πως έφυγε τόσο γρήγορα και από πού, χωρίς να το καταλάβει. Έχοντας λοιπόν στο μυαλό του, την περίεργη αυτή συνάντηση, αλλά και την άρρωστη γυναίκα του που στιγμή δεν του έφυγε από το μυαλό, ο Κέβιν ενώ έκοβε ένα δέντρο, και αφηρημένος καθώς ήταν από τις σκέψεις του χτύπησε από τον κορμό του δέντρου, ο οποίος έπεσε πάνω στο πόδι του. Προσπάθησε να σηκώσει τον κορμό, με δυσκολία τα κατάφερε, αλλά το πόδι του ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση και δεν μπορούσε ούτε να σηκωθεί ούτε να περπατήσει. Μη ξέροντας τι να κάνει, αφού στο δάσος δεν υπήρχε κανείς , άρχισε να φωνάζει «βοήθεια» ελπίζοντας για ένα θαύμα, αλλά τίποτα. Έμεινε εκεί για ώρες, μέχρι που είδε να εμφανίζεται πάλι από μακριά εκείνο το περίεργο παιδί που είχε συναντήσει προηγουμένως . Βλέποντας τον, ο Κέβιν ένιωσε μία ανακούφιση και του ζήτησε να πάει να ζητήσει βοήθεια από κάποιον πιο μεγάλο, καθώς θα ήταν αδύνατο να μπορέσει το παιδί να τον μετακινήσει. Το παιδί τον κοίταξε χωρίς να μιλήσει, και πήγε κοντά του και κοίταξε το τραύμα. Αμέσως, χωρίς να πει τίποτα έβαλε τα χέρια του πάνω στην πληγή και άρχισε να λέει σχεδόν από μέσα του κάτι λόγια, σε μία άλλη γλώσσα. Ο Κέβιν τον κοίταζε προσεχτικά, και προσπαθούσε να καταλάβει τι προσπαθούσε να κάνε. Όταν ο μικρός σταμάτησε να λέει αυτά τα λόγια  και πήρε και τα χέρια του από την πληγή, ο Κέβιν είχε μείνει άναυδος με αυτό που είχε συμβεί.Η πληγή του ποδιού του, με έναν μαγικό τρόπο είχε γιατρευτεί. Ο Κέβιν πιστεύει ότι όλο αυτό ήταν έργο της φαντασίας του, όμως όταν κατάλαβε ότι όντως είχε συμβεί θέλησε να μάθει κάποια πράγματα από το παιδί. Το ύφος του τώρα ήταν πιο φιλικό καθώς δεν ήθελε να φοβίσει το παιδί.

    -Πως σε λένε;
    -Σάμλι (αποκρίθηκε το παιδί) 
    -Σάμλι, πώς το έκανες αυτό; Πώς με γιάτρεψες; Δεν είσαι συνηθισμένο παιδί έτσι δεν είναι;
    
          Ο Σάμλι δεν απάντησε στις ερωτήσεις αυτές και τότε ο Κέβιν τον ρώτησε ένα αυτό που έκανε σε αυτόν , δηλαδή που τον γιάτρεψε, θα μπορούσε να το κάνει και για την γυναίκα του την Έλενα. Του είπε από την αρχή με κάθε λεπτομέρεια για την ζωή του και για το κακό που συνέβη στην γυναίκα του, ελπίζοντας να τον βοηθήσει. Το παιδί άκουγε προσεκτικά όλα όσα του έλεγε, αλλά του απάντησε ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο και εξαφανίστηκε πάλι με τον ίδιο τρόπο που έφυγε και την προηγούμενη φορά.
          Ο Κέβιν απογοητευμένος για μία ακόμη φορά, και λυπημένος που δεν μπόρεσε να πείσει τον μικρό Σάμλι να βοηθήσει να σωθεί η γυναίκα του επιστρέφει κοντά της. Όμως ο Σάμλι
         Ο Σάμλι, στεναχωρήθηκε με το κακό που συνέβαινε στον Κέβιν και την γυναίκα του και θέλησε να τους βοηθήσει, παρόλο που στον Κέβιν είχε πει ότι δεν γίνεται. Όταν επέτρεψε πίσω στην σπηλιά, είπε στους γονείς του, τι ακριβώς είχε συμβεί, και ότι χρειάζεται την βοήθεια τους έτσι ώστε να γιατρευτεί η Έλενα, καθώς ο ίδιος μόνος του, λόγω του νεαρού της ηλικίας του θα ήταν αδύνατο να θεραπευτεί μία τόσο σοβαρή ασθένεια. Οι γονείς του, δεν συμφώνησαν με τα λεγόμενα του, και του είπαν ότι δεν πρέπει να βγαίνει στο δάσος, καθώς απαγορεύεται , καθώς επίσης ότι δεν πρέπει να βοηθάνε τους ανθρώπους, καθώς αυτοί είναι η αιτία που εγκατέλειψαν το δάσος και ζούνε κρυμμένοι.
          Ο μικρός όμως Σάμλι δεν το έβαλε κάτω. Παρακούγοντας τους κανόνες, επέστρεψε πάλι στο δάσος λίγες μέρες μετά, στο σημείο όπου είχε συναντήσει τον Κέβιν, θέλοντας να του ξαναμιλήσει και να του πει και την δικιά του ιστορία και τους λόγους που δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Ο Κέβιν βρισκόταν πάλι στο ίδιο μέρος, καθώς από την μέρα που έγινε η συνάντηση με τον Σάμλι, συνήθιζε να πηγαίνει ελπίζοντας ότι θα τον ξαναδεί. Η έκπληξη του και η χαρά του, όταν είδε ξανά μπροστά στα μάτια του το παιδί, ήταν απερίγραφτη. Πλησίασε το παιδί και άρχισαν να μιλάνε, όμως αυτή την φορά ο Σάμλι ήταν αυτός που είχε τον κύριο λόγο, καθώς του εξηγούσε τους λόγους που δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Την ίδια στιγμή, φωνές ανθρώπων άρχισε να γεμίζουν το δάσος, και μία περίεργη μυρωδιά είχε γεμίσει την ατμόσφαιρα. Ο Κέβιν χωρίς να χάσει στιγμή, κατευθύνθηκε προς το μέρος, από το οποίο ερχόταν οι φωνές. Παράλληλα, οι γονείς του Σάμλι μόλις συνειδητοποίησαν την απουσία του γιου τους, κατάλαβαν που βρισκόταν  και βγήκαν στο δάσος να τον βρουν. Ενώ έψαχναν για τον γιο τους, άκουσαν και οι ίδιοι τις φωνές και ανησύχησαν μήπως έχει συμβεί κάτι άσχημο στο παιδί τους. Πλησιάζοντας, είδαν τον γιο τους, να βρίσκεται μαζί με έναν κύριο, μεγάλο σε ηλικία, ο οποίος φώναζε σε κάποιους άλλους για τις ζημιές που κάνουν στο δάσος, για τις φωτιές που βάζουν και τους διέταζε να φύγουν και να μην ξαναπατήσουν  στο δάσος αυτό.
          Οι γονείς του Σάμλι, είχαν μείνει έκπληκτοι από την θέση που πήρε ο Κέβιν σχετικά με το δάσος, καθώς πίστευαν πως κανένας άνθρωπος δεν ενδιαφέρεται για το δάσος τους. Αμέσως, οι γονείς του Σάμλι, πλησίασαν το παιδί και τον Κέβιν  και του είπαν ότι θα ζητήσουν άδεια, από τα υπόλοιπα ξωτικά, για να θεραπεύσουν την γυναίκα του, καθώς με την υπεράσπιση του απέναντι στο δάσος τους, ήταν ένα δώρο που μπορούσαν να του κάνουν.
           Και τα άλλα ξωτικά, ακούγοντας την γενναία πράξη του Κέβιν, έμεινα έκπληκτοι που ένας άνθρωπος ενδιαφέρθηκε για την ασφάλεια του δάσους και θέλοντας να τον ανταμείψουν, συμφωνούν έτσι ώστε να γίνει καλά η Έλενα. Οι γονείς του Σάμλι αλλά και ο ίδιος ήταν αυτοί που έδωσαν πάλι ζωή στο άρρωστο κορμί της Έλενας, οι οποίοι, με την ίδια διαδικασία, δηλαδή ακουμπώντας όλοι τα χέρια τους πάνω της και λέγοντας εκείνα τα λόγια, στην γλώσσα των ξωτικών, θεράπευσαν την Έλενα, η οποία αμέσως, πήρε την παλιά της μορφή και βρήκε την ζωηράδα και την ζωντάνια της , σαν να μην ήταν ποτέ άρρωστη. Ο Κέβιν και η Έλενα, τους ευχαρίστησαν για το δώρο αυτό που τους έκαναν και τους υποσχέθηκαν να μην επιτρέψουν ξανά να γίνει τίποτα κακό στο δάσος από τους ανθρώπους. Ο Σάμλι αποχαιρέτησε τον Κέβιν αφού ήταν η τελευταία φορά που τον είδε και φεύγοντας του είπε χαμογελώντας «το δάσος είναι η ζωή μας». Ο Κέβιν , χαμογελώντας και αυτός, για την χαρά που ένιωθε, πήρε αγκαλιά την γυναίκα του και άρχισε να της διηγείται τα όσα συνέβησαν μέσα στο μαγικό αυτό δάσος και για όλα όσα τον έμαθε ο μικρός του φίλος.


                                                                                                                          Ευρώπη

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Κάθε άνθρωπος, μια ξεχωριστή ιστορία!

Ο μαστρο-Στέφανος ήταν στο ίδιο κελί μαζί μου. Άντρας λεβέντης στην καρδιά και στη θωριά. Τώρα, όταν τα  πίνω σε κάνα ταβερνάκι με χωματένιο πάτωμα, αδειάζω ζούλα κάνα ποτηράκι κρασί ή ούζο για πάρτη του στη γη, γιατί πάντα όταν τον θυμάμαι μια βαθιά πίκρα μου σφάζει την καρδιά. Όχι γιατί τον ρίξανε. Πέσανε τόσοι και τόσοι. Και μάλιστα οι καλύτεροι. Αλλά γιατί πήγε στο απόσπασμα με μια αβάσταχτη και ανεκδήλωτη πίκρα. Ξέρεις τι είναι να είσαι στα χέρια τους, να ‘σαι σ΄αυτό το σφαγείο που λέγεται «αίθουσα στρατοδικείου» και να μην έχεις πουθενά να ακουμπήσει το μάτι σου; Να ‘σαι τριγυρισμένος απ’ αυτές τις αδιάφορες φάτσες που βιάζονται να σε σκοτώσουν για να πάνε να φάνε; Όταν εσύ είσαι τόσο φορτισμένος, τόσο γεμάτος από αγάπη και απελπισία, ξέρεις πια ότι θα πεθάνεις. Κάπου μέσα σου νιώθεις την ανάγκη να ακουμπήσεις τα μάτια σου σ΄ένα πρόσωπο δικό σου. Ν’ αφήσεις πίσω σου μια μνήμη συγκεκριμένη. Να πάρεις μαζί σου μια ματιά απόλυτα δική σου απ’ τον κόσμο που αφήνεις.

Θυμάμαι πόσο βαθιά πληγώθηκα όταν ύστερα από κάποιους μήνες στην Ασφάλεια, με πετάξαν σ’ ένα τζιπ δεμένο με χειροπέδες παρ’ όλο που δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος, περπάταγα με τα τέσσερα. Με φορτώνουν που λες σ’ ένα τζιπ για το Γεντί Κουλέ. Ήξερα ότι πάω για θάνατο. Μου το ‘χαν πει σ’ όλους τους τόνους στην Ασφάλεια. Ήταν Σάββατο απόγευμα. Καλοκαίρι. Θα ‘χε μπει για τα καλά ο Ιούλιος. Περνάγαμε απ’ το Βαρδάρη, είχαν σχολάσει τα μαγαζιά. Ο κόσμος μυρμήγκιαζε στους δρόμους φορτωμένος ψώνια. Ακούμπησα τα χέρια μου με τις χειροπέδες στο παραπέτο του τζιπ. Μια ματιά, μια ματιά… Ο ένας απ’ τους χαφιέδες με κατάλαβε.

«Βλέπεις ρε μαλάκα;
Ποιος νοιάζεται για σένα;
Λες ότι πας να πεθάνεις γι’ αυτούς.
Ποιος σε ξέρει;
Τους βλέπεις… κάνουν τα ψώνια τους, θα πάνε σπίτι τους, αύριο στα βαποράκια,
 Περαία μπαξέ, Αρέτσου… θάλασσα, παιχνίδι, κορίτσια… ποιος νοιάζεται για σένα
 ρε μαλάκα;Πας για εκτέλεση κι είσαι μονάχα 16 χρονών…»

Ένιωσα τέτοια απελπισία… τόση δυστυχία… ώστε μόλις αντάμωσα τους άλλους στη φυλακή, έβαλα τα κλάματα.

Ε, έπρεπε να περάσω πολλά και να διαβάσω πολύ για να καταλάβω πόσο μοναδικός και πόσο μοναχικός είναι ο δρόμος του επαναστάτη. Διάβασα κάπου πως σ’ ολόκληρο τον κόσμο, μέσα στα τόσα εκατομμύρια, δεν υπάρχουν δυο αγόρια ή δυο κορίτσια όμοια με δυο σταγόνες νερό. Το ίδιο συμβαίνει και με τους επαναστάτες. Ο καθένας κουβαλάει στη συμμετοχή τα δικά του όνειρα, τις δικές του αγάπες. Τον δικό του εαυτό, το δικό του «μπορώ». Αλίμονο αν ήταν αλλιώς. Θα ήμασταν μηχανάκια ή αμοιβάδες.

Και την ιστορία την πουτάνα, έτσι την γράφουνε, και οι αστοί και οι κομμουνιστές: οριζόντια, ισόπεδη.  Μιλάνε για λαούς, μιλάνε για μάζες. Κανένας απ’ αυτούς δεν μπόρεσε ποτέ να νοιώσει την ένταση, το πάθος, την κορύφωση και την πτώση κόσμων ολόκληρων, σ’ ένα μοναχά εικοσιτετράωρο από τη ζωή του επαναστάτη. Ξέρουν γράμματα, διαβάζουν, γράφουν, και δεν καταλαβαίνουν ποτέ πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος, είναι μια ολόκληρη ιστορία. Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως όταν ο άνθρωπος ξαναποκτήσει την ανθρωπιά του, όταν ξαναρχίσει να δημιουργεί ανθρώπινο πολιτισμό, να γράφει πια την ιστορία κάθετα, όχι για λαούς και για μάζες, αλλά για τον Παύλο, για τη Ρηνιώ, για την Ελένη, για το μαστρο-Στέφανο τότε μοναχά οι άνθρωποι θα ξέρουν τι κοστίζει η ιστορία. Τι κοστίζει η συμμετοχή. Τι θα πει η φράση «εκατό χιλιάδες νεκροί» ή «βασανίζεται ένας άνθρωπος σε κάποια Ασφάλεια». Τότε οι άνθρωποι θα ξέρουν τι θα πει φυλακή, τι σημαίνουν τα πολιτικά λάθη.


Χρόνης Μίσσιος
«Ο Χρόνης Μίσσιος διαβάζει …Χρόνη Μίσσιο»


Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Αποσπάσματα από το έργο του Ντάριο Φο «Δεν Πληρώνω! Δεν Πληρώνω!»

Αστυνόμος: Πώς να λειτουργήσει η Δημοκρατία, κύριε; Με τις απεργίες σας και τα κεκτημένα σας και άλλες αηδίες; Οι απεργίες, οι φασαρίες και οι τρομοκρατίες. Αν δεν συλλάβουμε και τον τελευταίο τρομοκράτη, δεν θα ησυχάσουμε. Πριν μας φάνε αυτοί θα τους φάμε εμείς. Τέρμα. Παραπονιέστε πως οι τιμές ανεβαίνουν, πως οι μισθοί κατεβαίνουν και άλλα τέτοια. Ποιος φταίει, ε; Ποιος φταίει; Εσείς φταίτε που δεν αφήνετε το κράτος να ολοκληρώσει το πρόγραμμα του. Αν δεν στηρίξουμε όλοι μαζί το σύμφωνο σταθερότητας, πάει φουντάραμε. Ευτυχώς που όλοι οι πατριώτες δείχνουν μεγάλη κατανόηση. Όπου και αν περπατήσει ο πρωθυπουργός μας, τον πλησιάζουν απλοί άνθρωποι, τον αγκαλιάζουν και του λένε «βάλε το χέρι σου στην τσέπη μας και πάρε όσα θες».


Λουίτζι: Ακριβαίνετε, κύριοι τα εισιτήρια; Ε κι εμείς δεν πληρώνουμε. Δεν πληρώνουμε τίποτα!
Τζιοβάνι: Εσύ πρέπει να πας σε γιατρό. Άκου λέει να μην πληρώνουμε εισιτήριο!
Λουίτζι: Να μην το ακριβαίνουν για να μην το πληρώνουμε
Τζιοβάνι: Αφού ακριβαίνει το πετρέλαιο, ακριβαίνει και το εισιτήριο, βρε συ.
Λουίτζι: Όταν όμως φτηναίνει το πετρέλαιο, δεν φτηναίνει και το εισιτήριο.
Τζιοβάνι: Και τι θες να κάνουμε δηλαδή; Να ταξιδεύουμε τσάμπα;
Λουίτζι: Να το πληρώνει η επιχείρηση. Να μπει και το ταξίδι μέσα στο ωράριο. Να ζούμε σαν άνθρωποι.
                                                  copy/paste από http://epitropi7ou.blogspot.gr/2011/02/blog-post.html