Σάββατο 26 Μαΐου 2012

ΤΟ ΚΟΛΙΜΠΡΙ (Από την Μπουρκίνα Φάσο)

Τα πουλιά ήθελαν να εκλέξουν βασιλιά. Γιατί να έχουν βασιλιά οι άνθρωποι και τα ζώα, σκέφτηκαν, κι εμείς όχι; Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, σε ένα ξέφωτο, για να αποφασίσουν.
«Να διαλέξουμε τη Στρουθοκάμηλο, είναι το μεγαλύτερο πουλί!», ακούστηκε μια φωνή.
«Όχι, δεν μπορεί να πετάξει».
«Τότε τον Αετό, που έχει το πιο διαπεραστικό βλέμμα!».
«Όχι, είναι πολύ άσχημος».
«Τον Γύπα, που έχει τα πιο δυνατά φτερά!»
«Ο Γύπας είναι βρομερός, μυρίζει απαίσια».
«Το Παγόνι, που είναι όμορφο!».
«Τα πόδια του είναι πολύ άσχημα, το ίδιο και η φωνή του».
«Την Κουκουβάγια, που βλέπει στο σκοτάδι!».
«Η Κουκουβάγια είναι άχρηστη τη μέρα, δεν αντέχει το φως».
Έφτασε το βράδυ κι ακόμα δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν. Τότε μια καρακάξα φώναξε: «Να κάνουμε διαγωνισμό! Όποιος μπορέσει να ανεβεί πάνω από τα σύννεφα, θα γίνει βασιλιάς!». «Ναι, ναι!» τσίριξαν τα πουλιά. Δόθηκε το σύνθημα κι όλα μαζί ζυγιάστηκαν ψηλά στον ουρανό.
Ο Γύπας πετούσε τρεις ολόκληρες μέρες χωρίς να σταματήσει, κόντευε να φτάσει τον ήλιο. Στο τέλος της τρίτης μέρας, φώναξε δυνατά: «Πέταξα πιο ψηλά απ' όλους, είμαι ο βασιλιάς!»
«Τσίου-τσίου-τσίου», άκουσε μια φωνούλα από πάνω του. Σήκωσε το κεφάλι του, και τι να δει! Το Κολιμπρί τον είχε ξεπεράσει. Είχε γαντζωθεί, χωρίς κανένας να το πάρει μυρωδιά, στο φτερό του Γύπα και δεν είχε πέσει, γιατί ήταν ελαφρύ σαν πούπουλο. «Τσίου-τσίου-τσίου! Εγώ έφτασα πιο ψηλά, είμαι ο βασιλιάς!», τραγούδησε το Κολιμπρί.
Ο Γύπας πέταξε άλλη μια μέρα, συνεχίζοντας να ανεβαίνει προς τον ήλιο. «Έφτασα πιο ψηλά απ' όλους σας, είμαι ο βασιλιάς», φώναξε.

«Τσίου-τσίου-τσίου! Εγώ έφτασα πιο ψηλά, εγώ είμαι ο βασιλιάς!», τσίριξε κοροϊδευτικά το Κολιμπρί, ξεπροβάλλοντας μέσα από τα φτερά του Γύπα.
Ο Γύπας συνέχισε να πετάει και την πέμπτη μέρα. «Κανένας δεν μπορεί να ανεβεί πιο ψηλά από μένα!» φώναξε. «Είμαι ο βασιλιάς!».
«Τσίου-τσίου-τσίου!», τραγούδησε το Κολιμπρί πάνω απ' το κεφάλι του. «Εγώ έφτασα πιο ψηλά, είμαι ο βασιλιάς!».
Ο Γύπας είχε πια κουραστεί και κατέβηκε στη Γη. Όλα τα πουλιά είχαν θυμώσει. Το Κολιμπρί έπρεπε να τιμωρηθεί γιατί τα είχε κοροϊδέψει. Πέταξαν καταπάνω του, κι εκείνο μόλις πρόλαβε να κρυφτεί στη φωλιά ενός ποντικού. Πώς θα το έβγαζαν από εκεί; Κάποιος έπρεπε να παραφυλάξει και να το πιάσει, μόλις θα ξεμύτιζε.
«Η Κουκουβάγια πρέπει να παραφυλάξει! Έχει τα μεγαλύτερα μάτια και βλέπει στο σκοτάδι!», φώναξαν τα πουλιά.
Η Κουκουβάγια πήρε θέση μπροστά στην ποντικότρυπα. Όλη τη νύχτα φρουρούσε άγρυπνα τη φωλιά. Όμως γρήγορα ξημέρωσε, και ο ζεστός ήλιος σκορπούσε τέτοια θαλπωρή, που η Κουκουβάγια νύσταξε και αποκοιμήθηκε.
Το Κολιμπρί κρυφοκοίταξε, είδε ότι η Κουκουβάγια κοιμόταν και φρρρτ!, το έσκασε. Όταν τα πουλιά έφτασαν για να τιμωρήσουν το Κολιμπρί, η ποντικότρυπα ήταν άδεια. «Τσίου-τσίου», άκουσαν από ψηλά. Σήκωσαν το κεφάλι τους και είδαν το παμπόνηρο πουλάκι καθισμένο στο ψηλότερο κλαδί.
Αυτός που θύμωσε περισσότερο ήταν ο Ασπροκόρακας. Γύρισε την πλάτη του στα πουλιά και έκραξε: «Δεν είμαστε άξιοι να εκλέξουμε βασιλιά. Γι' αυτό κι εγώ δεν θα ξαναβγάλω λέξη από το στόμα μου». Και από εκείνη τη μέρα, ο Ασπροκόρακας δεν ξαναμίλησε. Ακόμα και να πληγωθεί, φωνή δεν βγάζει.

                                                        -ε-

ΓΑΛΑΖΙΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ (Μια εμμετρη ιστοριούλα για τη λίμνη της Καστοριάς)

Στεκόμουν στην ακρολιμνιά και στου Ντολτσού τις στράτες
Μονάχη σου εβάδιζες ..Αχ την ζωή μου να 'χες

Όταν εσύ με κοίταξες εζήλεψε η λίμνη
Το γαλανό το βλέμμα σου την ομορφιά της σβήνει

Τον ήλιο εκαθρέφτισε για να σε ξεπεράσει
Η ομορφιά σου όμως αυτή έκαμε να χλωμιάσει

Οι κύκνοι ακουστήκανε να φτερουγάν στη λίμνη
 ν' απογειώνονται μετά και να πετούν σε σμήνη

Στην ομορφιά να παραβγούν το γαλανό σου βλέμμα
Που 'χει το φως του φεγγαριού, το χρώμα του Βοώτη
Το σπίθισμα της αστραπής, της πούλιας την ομίχλη
                                              
 
Τα νερά κυμάτισαν και οι βάρκες τρίξαν
Τα σύννεφα χαμήλωσαν και μια ψιχάλα ρίξαν

Ομίχλη έπεσε πυκνή τον κόσμο να σκεπάσει
Και να καλύψει των ματιών σου,την ζωηρή τους λάμψη

Και χάθηκες και έφτασες στην μανιασμένη λίμνη
Και αυτή μέσα σε τράβηξε και η ματιά σου σβήνει...

Μετά η ομίχλη έφυγε και τα βουνά φανήκαν
Κι η λίμνη πιο γαλάζια έδειξε απ' ότι ήταν

Και τα βουνά καθρέφτισε στο γαλανό της τζάμι
Που 'χει το φως του φεγγαριού, το χρώμα του Βοώτη
Το σπίθισμα της αστραπής, της πούλιας την ομίχλη               

                                                 Lykos

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Ο Ξένος

Προσπερνάει βιαστικά μια παρέα νεαρών και νομίζει ότι τους ακούει να γελούν εις βάρος του αλλά δεν είναι σίγουρος, δεν κοιτάζει προς το μέρος τους. Έμαθε πια να κατεβάζει τα μάτια, ξέρει ότι η ευθύτητα στο βλέμμα θεωρείται δείγμα αγένειας, μα το κυριότερο, πως τρομάζει και προκαλεί. Όταν κινείται σε δημόσιο χώρο προσπαθεί να κάνει τις δουλειές του δίχως να έρχεται σε οπτική επαφή με κανέναν. Φροντίζει να δείχνει πάντα απασχολημένος, δεν γίνεται απλά να παρατηρεί τον κόσμο, να χαζεύει, να περιφέρεται άσκοπα, άλλωστε δεν ευνοεί κι ο καιρός, εδώ όλα πρέπει να γίνονται βιαστικά.
Στο λεωφορείο, στο εργοτάξιο, στο σούπερμαρκετ, προσέχει να μην πιάνει πολύ χώρο, δεν θέλει να αγγίξει κάποιον τυχαία. Όταν βρίσκεται με τους συμπατριώτες του τα βράδια στo μπαρ, νιώθει σιγά σιγά το σώμα του ν’ απλώνεται, να χαλαρώνει, και ξέρει ότι καταλαμβάνει περισσότερο χώρο, ότι αρχίζει ν’ αναπνέει πιο ελεύθερα.
Η γλώσσα ακόμα τον δυσκολεύει γι αυτό εκτός δουλειάς προτιμάει τους δικούς του, αποφεύγει τους ντόπιους, παρόλο που οι γυναίκες του αρέσουν πολύ και συχνά έχει την εντύπωση πως του χαμογελούν. Τις προάλλες ξύρισε το μούσι του κι έκοψε κι άλλο τα μαλλιά, δεν θέλει να τον περνούν για Άραβα. Ό,τι και να λένε έχουν πρόβλημα με τους Μουσουλμάνους, τους αποφεύγουν, όχι από μίσος, αλλά από φόβο.
Την ημέρα της εθνικής επετείου σκέφτηκε να βάλει σημαιάκι της πατρίδας του δίπλα σε αυτό της χώρας που τον φιλοξενεί κι ανεμίζει μόνιμα στο μπαλκόνι του. Στο τέλος δεν το τόλμησε, φοβήθηκε ότι η πράξη του θα θεωρηθεί προκλητική όχι από τους ντόπιους -άλλωστε ζούσε υποτίθεται σε χώρα πολιτισμένη, και παραδοσιακά ανοιχτή στους ξένους-, μα από αντίπαλες ομάδες μεταναστών ή από κανέναν παρανοϊκό. Πριν από ένα χρόνο, ένας μανιακός σε κοντινό σταθμό του Μετρό μαχαίρωνε σκουρόχρωμους μετανάστες, κι αυτός φοβάται αφού στη γειτονιά του οι περισσότεροι είναι ξένοι.
Στο κτίριό του ζουν δυο φοιτήτριες που του ζήτησαν να τους μαγειρέψει ένα βράδυ τα παραδοσιακά πιάτα της πατρίδας του, μάλλον είναι τα μόνα που ξέρουν. Τους υπόσχεται ότι θα το κάνει χωρίς να τους πει ότι τα συγκεκριμένα φαγητά δεν του αρέσουν.
Στο τηλέφωνο η μάνα του κλαίει κι ο πατέρας του επαναλαμβάνει πόσο τυχερός είναι που βρίσκεται μακριά. Τα νέα από την πατρίδα του ήταν και είναι άσχημα, στις ειδήσεις εξακολουθεί να είναι πρώτο θέμα. Το πιο δυσάρεστο είναι πως μαθαίνει για διαρκή άνοδο φασιστικών ομάδων που κυνηγούν τους μετανάστες. Ο πατέρας του λέει θα τους ψηφίσει να ξεβρομίσει ο τόπος από όλον αυτό το συρφετό ώστε να γυρίσει το παιδί του και να βρει δουλειά. Βαρέθηκε να του εξηγεί ότι ο λόγος που ξενιτεύεται ένας μηχανικός είναι η διαφθορά, η αναξιοκρατία κι η κατεστραμμένη οικονομία. Ξέχασε να τον ρωτήσει πώς θα ένιωθε αν γνώριζε ότι στη χώρα που ζει τώρα υπήρχαν ακροδεξιές ομάδες που επιτίθενται στους μετανάστες.
Οι συνάδελφοί του τον ρωτούν συχνά αν του φαίνεται πολύ παγωμένο το κλίμα σε σχέση με την πατρίδα του, αν η διασκέδαση είναι διαφορετική, και πάνω όλα γιατί κάποιος τόσο ικανός στην ειδικότητά του, δεν μπορεί να βρει δουλειά στον τόπο του.
Η υπερηφάνεια που νιώθει όταν καταλαβαίνει -παρακολουθώντας τηλεόραση και διαβάζοντας εφημερίδες-, πόσες ιδέες είναι κληρονομιά του πολιτισμού του γίνεται αμηχανία όταν του κάνουν μαθήματα δικαιοσύνης, πολιτικής ή οικονομίας, όταν τον συμβουλεύουν με ποιο τρόπο να ξεπεράσει η χώρα του τα προβλήματά της. Ένας κόμπος ανεβαίνει στο λαιμό του, κάτι ανάμεσα σε θυμό και ντροπή, κάθε φορά που στη κουβέντα τους χρησιμοποιούν όρους που δανείστηκαν από τη δική του γλώσσα, λέξεις όπως ekonomi, kris, Europa, historia, για να του κάνουν υποδείξεις. «Υπομονή», επαναλαμβάνει στον εαυτό του. «Δεν το κάνουν επίτηδες. Υπομονή...» Δεν είναι εύκολο να είσαι Έλληνας μετανάστης στη Σουηδία.



                                    EEK

Ο Ήλιος, η Σελήνη, ο Άνεμος κι ο Ουρανός

Μια φορά κι ένα καιρό, τότε που ο κόσμος ήταν νέος, ο Ήλιος, η Σελήνη και ο Άνεμος θα πήγαιναν να δειπνήσουν με το θείο και τη θεία τους, τη Βροντή και την Αστραπή. Η μητέρα τους, ο Ουρανός, τους ευλόγησε και τους ευχήθηκε καλή διασκέδαση, κι απέμεινε να περιμένει την επιστροφή τους.
Ο Ήλιος και ο Άνεμος ήταν πολύ άπληστα αγόρια, αλλά και εγωιστές. Έφαγαν όλο το εξαιρετικό φαγητό που τους προσέφεραν ο θείος κι η θεία τους, χωρίς να σκεφτούν καθόλου τη φτωχή πεινασμένη μητέρα τους που καθόταν στο σπίτι και προσευχόταν ώστε αυτοί να είναι χαρούμενοι και να περνούν καλά στο πάρτι. Μονάχα η ευγενική μικρούλα Σελήνη δεν την ξέχασε. Από κάθε πιάτο που έβαζαν μπροστά της κρατούσε και κάτι για να πάρει στη μητέρα της.
“Λοιπόν, παιδιά, τι μου φέρατε;” ρώτησε η μητέρα του Ήλιου, της Σελήνης και του Ανέμου, όταν επέστρεψαν στο σπίτι το βράδυ.
“Τι εννοείς, γυναίκα;” ρώτησε ο Ήλιος, που ήταν το μεγαλύτερό της παιδί, θρασύτατα. “Τι περίμενες από μένα να σου φέρω; Πήγα στο δείπνο για να φάω και να περάσω καλά, και όχι σε αποστολή για να σου φέρω φαγητό. Εξάλλου, δε θα μπορούσες να εκτιμήσεις τις λιχουδιές που μας έδωσαν, εσύ με τους άξεστους τρόπους σου.”
“Ακριβώς,” πήρε το λόγο ο Άνεμος, “δεν ξέρεις πως να τρως, αλλά, κιόλας, πως να φάεις, αφού δεν έχεις καθόλου δόντια στο στόμα σου! Εξάλλου, πως θα μπορούσες να περιμένεις από εμάς να καταστρέψουμε τα μοδάτα μας ρούχα, παραγεμίζοντας τις τσέπες μας με φαγητό για σένα; Εκτός από αυτό, θα ήταν αναίδεια να γεμίσουμε τα μαντιλάκια μας με φαγητό. Αυτό δε γίνεται στους καλύτερους κύκλους. Αλλά, δε θα περίμενε κανείς από μια χωριάτα να γνωρίζει την αξία των κοσμημάτων! Τι θα ήξερες εσύ από τρόπους, καλούς ή κακούς;”
“Μην είστε τόσο αγενείς, κτήνοι,” μπήκε στη μέση η υπάκουη Σελήνη, “μου φαίνεται ότι εσείς δεν έχετε τρόπους, αφού μιλάτε στη μάνα σας μ’ αυτό το ύφος!” Μετά, παρηγορώντας την ηλικιωμένη γυναίκα της είπε: “Έλα μητέρα, δοκίμασε τα φαγητά που σου έφερα. Φύλαξα λίγο από το κάθε τι που μας έδωσαν.”
“Μακάρι να μακροημερεύσεις φεγγαροπαίδι μου,” ευχήθηκε η γριά. Και στράφηκε αγανακτισμένη προς τους γιους της: “Οι κατάρες του Ουρανού θα πέσουν στα δυο σας κεφάλια. Εσύ, μεγαλύτερε γιε μου, που πήγες για να δειπνήσεις και δε σκέφτηκες καθόλου τη γριά μητέρα σου, αν και βασανίζεται για σένα όλη μέρα, θα ψήνεσαι για πάντα μέσα στην αιώνια φωτιά. Οι αχτίδες σου θα είναι αφόρητα ζεστές και θα καίνε όποιον τις αγγίζει, και οι άνθρωποι θα σε μισούν όταν θα εμφανίζεσαι μέσα σε όλη σου τη μεγαλοπρέπεια! Κι εσύ, μικρό μου κάθαρμα Άνεμε, εσύ που είσαι τόσο άπληστος και εγωιστής, πάντα θα φυσάς όταν ο καιρός είναι ξηρός και θα ξηραίνεις ή θα μαραίνεις ότι αγγίζεις, κι οι άνθρωποι θα σε απεχθάνονται όταν είσαι κοντά τους!… Κι όσο για σένα, γλυκιά μου κόρη, εσύ που σκέφτηκες τη μητέρα σου θα ανθίζεις, θα προκόβεις για πάντα. Θα είσαι δροσερή, γαλήνια, απαλή και όμορφη, κι οι άνθρωποι θα γεμίζουν με αγάπη κάθε φορά που θα σε κοιτάνε. Και θα σου τραγουδούν, και θα σε αποκαλούν ευλογημένη”.
Γι’ αυτό το λόγο ο Ήλιος γίνεται μισητός όταν καίει πολύ, κι ο Άνεμος απεχθές όταν φυσάει δυνατά, ενώ η Σελήνη είναι αγαπητή από όλους.






                                                                  mikio

Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Θρύλοι Της Αφρικής: "Πως Η Ζέβρα Απέκτησε Τις Ρίγες Της"


Κάποτε υπήρχε ένας υπερόπτης μπαμπουίνος όπου αυτοαποκαλούνταν ο «άρχοντας του νερού». Φυλούσε μία από τις μοναδικές πηγές που παρέμεναν κατά την διάρκεια της ξηρασίας, μια μικρή λιμνούλα, και απαγόρευε σε όλα τα ζώα να πιούν από εκεί.
    Μια μέρα η ζέβρα και το παιδί της πήγαν στην λιμνούλα. Ο καιρός ήταν πολύ ξηρός και ζεστός με αποτέλεσμα να υπάρχει πολύ λίγο νερό σε όλη την περιοχή. Καθώς έσκυψαν να πιούν νερό, ακούστηκε μια φωνή : « Φύγετε από εδώ, είμαι ο άρχοντας του νερού και αυτή είναι η λιμνούλα μου». Οι ζέβρες κοίταξαν ξαφνιασμένες και είδαν έναν εξαγριωμένο μπαμπουίνο να κάθεται δίπλα στην φωτιά του.
«Το νερό ανήκει σε όλους και όχι μόνο σε εσένα πιθηκομούρη», φώναξε η νεαρή ζέβρα. «Τότε πρέπει να με πολεμήσεις αν θέλεις να πιεις» προκάλεσε ο μπαμπουίνος και επιτέθηκε στην νεαρή ζέβρα. Κι οι δυο τους πάλεψαν άγρια για πολύ ώρα, που φάνηκε μια αιωνιότητα, ώσπου η μικρή ζέβρα με μία εξοργισμένη κλωτσιά πέταξε τον μπαμπουίνο στον αέρα και προσγειώθηκε ανάμεσα στους βράχους.
    Η κουρασμένη ζέβρα τρέκλιζε από την κούραση και έπεσε στην φωτιά που είχε ανάψει ο μπαμπουίνος. Έτσι καψάλισε την άσπρη γούνα της και της έμειναν οι μαύρες ρίγες σε όλο το μήκος της. Οι τρομοκρατημένες ζέβρες έφυγαν πίσω στην πεδιάδα όπου έμειναν εκεί για πάντα.
    Ο υπερόπτης μπαμπουίνος και η οικογένεια του ακόμα μένουν ανάμεσα στους βράχους και περνούν την ημέρα τους προκαλώντας όλους τους εισβολείς κρατώντας ψηλά τις ουρές τους για να απαλύνουν τον πόνο στον πισινό τους όπου δημιουργήθηκε από το πέσιμο στους βράχους.


                                                -Ε-